ἐνομήρης

From LSJ
Revision as of 08:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνομήρης Medium diacritics: ἐνομήρης Low diacritics: ενομήρης Capitals: ΕΝΟΜΗΡΗΣ
Transliteration A: enomḗrēs Transliteration B: enomērēs Transliteration C: enomiris Beta Code: e)nomh/rhs

English (LSJ)

ες, A = ὁμήρης ἐν... joined, Nic.Al.238; cf. Hsch. s.v. ἐμπήρους.

German (Pape)

[Seite 849] ες, darin verbunden, zusammen, Nic. Al. 238. 620.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνομήρης: ες = ὁμήρης ἐν, ἡνωμένος, Νικ. Ἀλεξιφ. 238, 620˙ πρβλ. Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2, σ. 877.

Spanish (DGE)

-ες

• Morfología: [ac. sg. no contr. ἐνομήρεα Nic.Al.238]
1 juntado, unido c. dat. γληχὼ σπέρμασι μηλείοισι ... ἐνομήρεα Nic.l.c.; cf. ὁμηρέω.
2 subst. οἱ ἐνομήρεις rehenes Hsch.ε 2453; cf. ὁμήρης.

Greek Monolingual

ἐνομήρης, -ες (Α)
ενωμένος με..., δεμένος μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ομήρης < ομού + -ηρης < αραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ» (πρβλ. λογχήρης, ποδήρης, χαλκήρης κ.ά.)].