ἐπιθυμόδειπνος

From LSJ
Revision as of 09:16, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθῡμόδειπνος Medium diacritics: ἐπιθυμόδειπνος Low diacritics: επιθυμόδειπνος Capitals: ΕΠΙΘΥΜΟΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: epithymódeipnos Transliteration B: epithymodeipnos Transliteration C: epithymodeipnos Beta Code: e)piqumo/deipnos

English (LSJ)

ον, A eager for dinner, Plu.2.726a.

German (Pape)

[Seite 944] nach der Mahlzeit verlangend, nach Plut. Symp. 8, 6, 1 οἱ ὀψὲ παραγινόμενοι ἐπὶ δεῖπνον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui désire souper.
Étymologie: ἐπιθυμέω, δεῖπνον.

Greek Monolingual

ἐπιθυμόδειπνος, -ον (Α)
αυτός που του αρέσει να παρακάθεται σε δείπνα, ο πρόθυμος για δείπνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμώ + δείπνος].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθῡμόδειπνος: ирон. у которого только обед на уме Plut.