ἑρμάζω

From LSJ
Revision as of 11:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμάζω Medium diacritics: ἑρμάζω Low diacritics: ερμάζω Capitals: ΕΡΜΑΖΩ
Transliteration A: hermázō Transliteration B: hermazō Transliteration C: ermazo Beta Code: e(rma/zw

English (LSJ)

(ἕρμα) A steady, support, Hp.Art.44. II ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1032] eine Stütze, ἕρμα, daruntersetzen, feststellen, Hippocr.; mit Ballast füllen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμάζω: (ἕρμα), στηρίζω, στερεώνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ὁ δὲ L. Dind διορθοῖ ἡρμάσθαι ἀντὶ ἡρμόσθαι, αὐτόθ. 743 Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι» καὶ «ἑρμάσει· μαλάξει, στηρίξει».

Greek Monolingual

ἑρμάζω (Α) έρμα
1. στηρίζω, στερεώνω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἑρμάσαι
ἐλαφρῶς περιελίξαι».