ἡμερόβιος

From LSJ
Revision as of 11:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερόβῐος Medium diacritics: ἡμερόβιος Low diacritics: ημερόβιος Capitals: ΗΜΕΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: hēmeróbios Transliteration B: hēmerobios Transliteration C: imerovios Beta Code: h(mero/bios

English (LSJ)

ον, A living for a day: τὸ ἡ.,= τὸ ἐφήμερον, an insect, esp. may-fly, Thphr.Metaph.29, Plin.HN11.120; of Diogenes, living from hand to mouth, Satyr. ap. Porph.Abst.p.270 N.

German (Pape)

[Seite 1166] in den Tag hineinlebend, der nur auf einen Tag Unterhalt hat od. sucht, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερόβῐος: -ον, ζῶν ἐπὶ μίαν ἡμέραν, τό ἡμ. = τό ἐφήμερον, ἔντομόν τι, Πλίν. 11. 43· ἐπὶ ἐπαιτῶν, ἰδίως ἐπὶ τοῦ Διογένους, κτλ., ζῶν διὰ τοῦ τῆς ἡμέρας κέρδους, Σάτυρ. παρ’ Ἱερων. 2. 207. πρβλ. Θεόγνωστ. ἐν Α. Β. 1381.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἡμερόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει μόνο μια ημέρα
2. το ουδ. ως ουσ. το ημερόβιον
γένος εντόμων της οικογένειας ημεροβιίδες
νεοελλ.
1. ο βραχύβιος, ο ολιγοζώητος
2. (για ζώα) αυτός που δρα κατά τη διάρκεια της ημέρας και ησυχάζει κατά τη διάρκεια της νύχτας
αρχ.
1. (για τον Διογένη) αυτός που ζει με μεγάλη λιτότητα έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. δενδρό-βιος, υδρό-βιος].