ἰσοπρόξενος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
ον, (ϝισο- lapis) A enjoying the privileges of a πρόξενος, Schwyzer 415.3 (Olymp.).
Greek Monolingual
ἰσοπρόξενος, ὁ (Α)
αυτός που απολαμβάνει προνόμια προξένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + πρό-ξενος].