ὁραματισμός
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ὁ, A vision, νυκτός Id.Jb.4.13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 367] ὁ, das Gesicht, die Erscheinung, Sp.
Greek Monolingual
ο (Α ὁραματισμός) οραματίζομαι
νεοελλ.
1. το να βλέπει κανείς οπτασίες
2. το να έχει κανείς οράματα, συλλήψεις, προσδοκίες, πόθους, ευγενείς επιδιώξεις για ένα καλύτερο αύριο, σε προσωπικό ή σε γενικότερο επίπεδο
3. όραμα, οπτασία
αρχ.
εμφάνιση, παρουσίαση.