ὑπότυφλος
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
ον, A purblind, Plu.2.53f, Hierocl.p.29 A.
German (Pape)
[Seite 1237] etwas blind, halbblind, Plut. discr. ad. et am. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότυφλος: -ον, ὀλίγον τι τυφλός, σχεδὸν τυφλός, μύωψ, Πλούτ. 2. 53Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à demi aveugle.
Étymologie: ὑπό, τυφλός.
Greek Monolingual
-ον, Α τυφλός
πολύ μύωπας, μισότυφλος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπότυφλος: подслеповатый Plut.