γεφυρεργάτης
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A = γεφυροποιός, Tz.H.2.82.
Greek (Liddell-Scott)
γεφῡρεργάτης: -ου, ὁ, =γεφυροποιός, Τζέτζ. Ἱστ. 2. 82.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ constructor de puentes, Ἀπολλόδωρος γ. Tz.H.2.85.
Greek Monolingual
γεφυρεργάτης, ο (Μ)
γεφυροποιός.