οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Full diacritics: λευκᾰσία | Medium diacritics: λευκασία | Low diacritics: λευκασία | Capitals: ΛΕΥΚΑΣΙΑ |
Transliteration A: leukasía | Transliteration B: leukasia | Transliteration C: lefkasia | Beta Code: leukasi/a |
ἡ, A = λεύκωσις ΙΙ, of artificial pearls, PHolm.3.6.
λευκασία, ἡ (Α)
1. (για τεχνητά διαμάντια ή μαργαριτάρια) λεύκωση
2. δερματική νόσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκαίνω + επίθημα -σία κατά το σχήμα σημαίνω: σημασία.