ταυρέλαφος

From LSJ
Revision as of 12:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρέλᾰφος Medium diacritics: ταυρέλαφος Low diacritics: ταυρέλαφος Capitals: ΤΑΥΡΕΛΑΦΟΣ
Transliteration A: taurélaphos Transliteration B: taurelaphos Transliteration C: tavrelafos Beta Code: taure/lafos

English (LSJ)

ὁ, A tame Indian buffalo, Cosmas Indicopleustes ΙΙ (ed. E. O. Winstedt, Cambr. 1909); also a wild Ethiopian species, ibid., Ael.NA17.45.

German (Pape)

[Seite 1073] ὁ, der Stierhirsch, ein gezähmtes Lastthier bei den Indern; Ael. H. A. 17, 45; Cosm. Indopl.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρέλᾰφος: ὁ, εἶδος ζῴου χρησιμεύοντος πρὸς μεταφορὰν φορτίων, ἐν τῇ Ἰνδικῇ κατὰ τὸν Κοσμᾶ ἐν Τοπογρ. Χριστ. 334Ε. πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 17. 45· ὡσαύτως, ταυρελέφας, Φιλοστόργιος ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 11, Νικηφ. 9. 19, πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. (στην Ινδία) ήμερος ταύρος
2. (στην Αιθιοπία) είδος άγριου ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ἔλαφος.