χορταιόβαμος
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ὁ, epithet of Silenus (cf. sq. 1), Hsch.; also χορταιο-βάμων [ᾱ], ον, gen. ονος, Trag.Adesp.601.
Greek (Liddell-Scott)
χορταιόβᾱμος: ἢ -βάμων, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Σειληνοῦ παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ χορταιοβάμων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορταῖος «χοντρό ένδυμα, προβιά» (< χόρτος) + -βαμος (< βᾶμα / βῆμα), πρβλ. παλίμ-βαμος].