βαλανειόμφαλος

From LSJ
Revision as of 09:22, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνειόμφᾰλος Medium diacritics: βαλανειόμφαλος Low diacritics: βαλανειόμφαλος Capitals: ΒΑΛΑΝΕΙΟΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: balaneiómphalos Transliteration B: balaneiomphalos Transliteration C: valaneiomfalos Beta Code: balaneio/mfalos

English (LSJ)

ον, A with a boss like the valve of a bath, φιάλη β. a cup with a round bottom, Cratin. 50.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνειόμφαλος: -ον, φιάλη βαλ., ἔχουσα κυρτὸν τὸν πυθμένα, ὀμφαλωτή, Κρατῖν. Δραπ. 9, ἔνθα καὶ Meineke· «Καλεῖται δ’ οὕτως ὅτι τῶν φιαλῶν οἱ ὀμφαλοὶ καὶ τῶν βαλανείων οἱ θόλοι παρόμοιοι» Ἀθήν. 11, 501· πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ.

Spanish (DGE)

(βᾰλᾰνειόμφᾰλος) -ον
• Alolema(s): βαλανόμφαλος Hsch.
con una protuberancia en el medio δέχεσθε φιάλας τάσδε βαλανειομφάλους Cratin.54.

Greek Monolingual

βαλανειόμφαλος, -ον (Α)
(για φιάλη) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε σχήμα πώματος μπανιέρας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον «λουτρό» + ομφαλός «πώμα με το οποίο κλεινόταν ο εξαγωγός βαλανείου»].