βαμβακοειδής
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ές, A like cotton, v.l. for βομβυκ-, Dsc.3.16.
Spanish (DGE)
-ές semejante al algodón ὑφή Dsc.3.16 (var.).
Greek Monolingual
-ές (Μ βαμβακοειδής, -ές)
όμοιος με βαμβάκι.