βραδυπειθής
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
ές, (πείθομαι) A slow to be persuaded, AP5.286 (Agath.). II reluctant, Nonn.D.4.313.
Greek (Liddell-Scott)
βραδῠπειθής: -ές, (πείθομαι) ὁ δύσκολος εἰς τὸ νὰ πεισθῇ ἢ πιστεύση, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 287.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
lent à se laisser persuader, lent à obéir.
Étymologie: βραδύς, πείθομαι.
Spanish (DGE)
(βρᾰδῠπειθής) -ές
1 de pers. que se hace de rogar, difícil de convencer, AP 5.287.7, 299.7 (ambos Agath.), θυμός Nonn.Par.Eu.Io.3.18.
2 titubeante de la pezuña de una vaca, e.e. de su paso, Nonn.D.4.313.
Greek Monotonic
βρᾰδῠπειθής: -ές (πείθομαι), δύσπιστος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰδυπειθής: несговорчивый, неподатливый Anth.