γαλακτίας
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ου, ὁ, with and without κύκλος, = γαλαξίας, Ptol.Alm. 8.2.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτίας: ἴδε ἐν λ. γαλαξίας.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ la Vía Láctea Ptol.Alm.8.2, cf. γαλαξίας.
Greek Monolingual
ο (Α γαλακτίας) γάλα
νεοελλ.
συνήθως στον πληθ.
1. τα πρώτα δόντια τών παιδιών, οι νεογιλείς οδόντες
2. τα πρώτα δόντια των αλόγων
αρχ.
γαλακτίας ή «γαλακτίας κύκλος» — ο γαλαξίας.