γλύκασμα

From LSJ
Revision as of 15:19, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκασμα Medium diacritics: γλύκασμα Low diacritics: γλύκασμα Capitals: ΓΛΥΚΑΣΜΑ
Transliteration A: glýkasma Transliteration B: glykasma Transliteration C: glykasma Beta Code: glu/kasma

English (LSJ)

ατος, τό, A sweetness, LXX Pr.16.24, al.; sweet wine, ib.Ne.8.10, al.

Greek (Liddell-Scott)

γλύκασμα: -ατος, τό, γλυκύτης, γλυκὺ πρᾶγμα, Ἑβδ. (Παροιμ. ις΄, 24 κ. ἀλλ.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 dulzor fig. de las palabras, LXX Pr.16.24.
2 vino dulce LXX 1Es.9.51.

Greek Monolingual

το (AM γλύκασμα) γλυκάζω
1. γλυκύτητα
2. γλυκό κρασί
νεοελλ.
1. καταπράυνση
2. (για τον καιρό) βελτίωση
3. τα γλυκάσματα
πολτώδη φαρμακευτικά παρασκευάσματα από φυτά.