οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: δαείω | Medium diacritics: δαείω | Low diacritics: δαείω | Capitals: ΔΑΕΙΩ |
Transliteration A: daeíō | Transliteration B: daeiō | Transliteration C: daeio | Beta Code: daei/w |
δαήμεναι, v. Δάω.
δαείω: δαήμεναι, ἴδε ἐν λ. *δάω.
sbj. ao.2 épq. de *δάω.
v. δαῆναι.
δαείω: Επικ. αντί δαῶ, υποτ. Παθ. αορ. βʹ του *δάω.
δαείω: и δαῶ эп. conjct. к *δάω.