τοιχωρυχέω

From LSJ
Revision as of 12:58, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιχωρῠχέω Medium diacritics: τοιχωρυχέω Low diacritics: τοιχωρυχέω Capitals: ΤΟΙΧΩΡΥΧΕΩ
Transliteration A: toichōrychéō Transliteration B: toichōrycheō Transliteration C: toichorycheo Beta Code: toixwruxe/w

English (LSJ)

A dig through a wall like a thief, to be a housebreaker, Ar.Pl.165, Pl.R.575b. X.Mem.1.2.62: c. acc., τοῖχον Arist.EN1138a25. 2 metaph., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον what thievish tricks they played with their loan, D.35.9; τοὺς λόγους τινός Philostr. VS2.1.6; πάντα Ph.2.527.

German (Pape)

[Seite 1125] ein τοιχωρύχος, d. i. Dieb sein, das Gewerbe eines Diebes treiben, in Häuser einbrechen; Ar. Plut. 165; Xen. Mem. 1, 2, 62; neben κλέπτειν, Plat. Rep. IX, 575 b. Übertr. sagt Dem. οἷα ἐτοιχωρύχησαν οδρί τὸ δάνειον, welche Spitzbubenstreiche sie mit dem Wucher trieben, 35, 9.

Greek (Liddell-Scott)

τοιχωρῠχέω: διορύττω τοῖχον ὡς κλέπτης, εἶμαι τοιχωρύχος, κλέπτης, Ἀριστοφ. Πλ. 165, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62· μετ’ αἰτ., τοῖχον τ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 10, 6, πρβλ. διορύσσω. 2) μεταφορ., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον, ὁποῖα τεχνάσματα ἐπενόησαν ἵνα κατακλέψωσι τὸ δάνειον, Δημ. 925. 24· τ. τοὺς λόγους τινὸς Φιλόστρ. 552. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄. σ. 308.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
percer un mur pour voler ; voler.
Étymologie: τοιχωρύχος.

Greek Monotonic

τοιχωρῠχέω: μέλ. τοιχωρυχήσω,
1. σκάβω τον τοίχο ως κλέφτης, είμαι διαρρήκτης σπιτιού, κλέφτης, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. μεταφ., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον, ποια τεχνάσματα επινόησαν για να κατακλέψουν το δάνειο, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τοιχωρῠχέω:
1) (тж. τ. τοῖχον Arst.) ломать стену, совершать кражу со взломом Arph., Xen., Plat., Luc.;
2) мошенничать, плутовать (περί τι Dem.).

Middle Liddell

τοιχωρῠχέω, fut. -ήσω
1. to dig through a wall like a thief, to be a housebreaker, Ar., Xen.
2. metaph., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον what thievish tricks they played with their loan, Dem. [from τοιχωρύ˘χος]