δεσμοφυλάκειον
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
[ᾰ], τό, prison, ib.2.100 (iii A.D.).
Greek Monolingual
δεσμοφυλάκειον, το (Α)
το δεσμωτήριο, η φυλακή.