διδυμόχροος
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
ον, A two-coloured, two-colored, Musae.59: heterocl. dat. sg. διδυμόχροϊ Nonn.D.11.378, acc. pl. -χροας ib.21.216.
German (Pape)
[Seite 616] doppelfarbig, ῥόδον Mus. 59.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδῠμόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ὁ διπλοῦν ἔχων χρωματισμόν, Μουσαῖ. 59· ― ἑτερόκλ. αἰτιατ. πληθ. διδυμόχροας Νόνν. Δ. 21. 214.
Spanish (DGE)
(δῐδῠμόχροος) -ον
• Morfología: [sg. dat. διδυμόχροϊ Nonn.D.11.378, plu. ac. διδυμόχροας Nonn.D.21.216]
1 que tiene doble forma φύτλη de los centauros, Nonn.D.5.615, ἄνδρες con cuerpo de toro y rostro humano, Nonn.D.21.216.
2 de doble color, bicolor, ἕλκος Nonn.D.29.102, 154, cf. 11.378, ῥόδον Musae.59.