δραμάτιον
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
τό, Dim. of δρᾶμα, Plu.Dem.4; δ. σατυρικόν Ath.13.595e.
German (Pape)
[Seite 665] τό, dim. zu δρᾶμα, ein kleines Schauspiel, Plut. Dem. 4.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δρᾶμα, Πλούτ. Δημοσθ. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite pièce de théâtre.
Étymologie: δρᾶμα.
Spanish (DGE)
-ου, τό
representación δ. εἰς τοῦτο κωμῳδῶν ... πεποίηκεν Plu.Dem.4, τὸ σατυρικὸν δ. Ath.595e.
Greek Monolingual
δραμάτιον, το (Α)
δραματάκι, δράμα δευτερεύουσας σημασίας.
Greek Monotonic
δρᾱμάτιον: τό, υποκορ. του δράματος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δρᾰμάτιον: τό небольшая драма Plut.