δυσαλθής
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
ές, = δυσάλθητος (hard to cure, inveterate), Hp.Art.41, Cass.Pr.1 (Comp.); A τὸ τῆς φύσεως δ. Pl.Ax.367b. Adv. δυσαλθῶς Philum. ap. Orib.45.29.36. 2 deadly, Nic.Al.12, 157, Luc.Dem.Enc.13: neut. pl. as Adv., Q.S.12.408.
German (Pape)
[Seite 675] ές, schwer zu heilen; Hippocr.; Plat. Ax. 367 b; Luc. Dem. enc. 13 u. sp. D., z. B. Polyaen. 4 (IX, 1), γάλα, vergiftete Milch; στόνυξ Lycophr. 796.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαλθής: -ές, = τῷ ἑπομ., Ἱππ. Ἄρθρ. 807, Πλάτ. Ἀξ. 367Β. 2) θανάσιμος, Νίκ. Ἀλ. 12. 157.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [gen. δυσαλθέος AP 2.179 (Christod.); plu. nom. masc. δυσαλθέες Aret.SD 1.7.8; ac. δυσαλθέας Nic.Th.466; neutr. δυσαλθέα Q.S.12.408]
I 1difícil de curar, de difícil curación ἀποστάσιες Hp.Art.41, τὸ τῆς φύσεως ἐπίκηρον καὶ δ. Pl.Ax.367b, πυθεδόνες Nic.l.c., γέροντες Aret.l.c., ἕλκεα Aret.SD 1.14.4, Cass.Pr.1, λοιμός Orác. en ZPE 1.1967.184 (Hierápolis II d.C.), νόσοι Luc.Dem.Enc.13, λύσσα AP l.c., cf. D.C.77.15.5, Phot.δ 792
•neutr. plu. adv. de manera incurable ὀφθαλμοὶ ... δυσάλθεα γλαυκιόωντες Q.S.l.c.
2 venenoso, mortal στόνυξ Lyc.796, στομίοισι δ. ... ἀκόνιτον Nic.Al.12, ποτόν Nic.Al.157, τὸ δ. ... γάλα por la mordedura de una serpiente en la ubre de una gacela AP 9.1 (Polyaen.).
3 desagradable, molesto οὔ μ' ἄλοχος κομέουσα δυσαλθέα κήδεα λύσει Gr.Naz.M.37.1014.
II adv. -ῶς de manera difícil de curar ἑλκοῦσθαι Philum. en Orib.45.29.36.
Greek Monolingual
δυσαλθής, -ές (Α)
1. ανίατος, αθεράπευτος
2. θανάσιμος.
Russian (Dvoretsky)
δυσαλθής:
1) трудноизлечимый или неизлечимый (ἐπίκηρος καὶ δ. Plat.; νόσοι τραυμάτων Luc.);
2) отравленный, зараженный (γάλα Anth.).