δυσπαρηγόρητος

From LSJ
Revision as of 09:43, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαρηγόρητος Medium diacritics: δυσπαρηγόρητος Low diacritics: δυσπαρηγόρητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparēgórētos Transliteration B: dysparēgorētos Transliteration C: dysparigoritos Beta Code: dusparhgo/rhtos

English (LSJ)

ον, = δυσπαρήγορος (hard to appease), A ἐπιθυμία J.AJ16.7.4. II inconsolable, Plu.2.74e; admitting no consolation, συμφορά Phalar.Ep.144.1; hard to soothe, ἄλγημα Herod.Med. ap. Aët.9.2.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu trösten; Cic. Fam. 4, 3; καὶ δυσανάκλητος Plut. ad. et amic. discr. 52.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαρηγόρητος: -ον, τῷ ἑπομ., Πλούτ. 2. 74Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à consoler, inconsolable.
Étymologie: δυσ-, παρηγορέω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de calmar, de aplacar ref. sentimientos fuertes, una pasión amorosa, I.AI 16.206, χαλεπαὶ ζηλοτυπίαι καὶ δυσπαρηγόρητοι φιλονεικίαι fuertes envidias y rivalidades enconadas Ph.2.304, ref. una persona presa de la ira, Plu.2.74e
para el que es difícil hallar consuelo, difícil de aliviar πένθος IG 12(7).239.22 (Minoa I/II d.C.), συμφορὰ δ. καὶ βαρυτέρα ἢ ὥστε λόγοις ἐπικουφισθῆναι Phalar.Ep.144, ἄλγημα Herod.Med. en Aët.9.2
de pers. inconsolable δυσπαρηγόρητοι καὶ βαρυπενθεῖς Basil.M.31.260B.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσπαρηγόρητος, -ον)
απαρηγόρητος
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα ησυχάζει
2. (για πόνο) αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαρηγόρητος: не внемлющий утешениям, безутешный Plut.