δυσπαρήγορος
From LSJ
English (LSJ)
δυσπαρήγορον, hard to appease, A.Eu.384 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δυσπᾰρήγορος) -ον
difícil de aplacar o apaciguar δυσπαρήγοροι βροτοῖς las Erinis, A.Eu.384.
German (Pape)
[Seite 686] dasselbe, Aesch. Eum. 362.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inexorable.
Étymologie: δυσ-, παρηγορέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσπαρήγορος: не внемлющий мольбам, неумолимый (δυσπαρήγοροι βροτοῖς, sc. Ἐρινύες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαρήγορος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρηγορήσῃ τις ἢ πραΰνῃ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 384.
Greek Monolingual
δυσπαρήγορος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται.
Greek Monotonic
δυσπαρήγορος: -ον, αυτός που δύσκολα παρηγορείται, απαρηγόρητος, σε Αισχύλ.