δυσπαρήγορος

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαρήγορος Medium diacritics: δυσπαρήγορος Low diacritics: δυσπαρήγορος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: dysparḗgoros Transliteration B: dysparēgoros Transliteration C: dysparigoros Beta Code: dusparh/goros

English (LSJ)

δυσπαρήγορον, hard to appease, A.Eu.384 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δυσπᾰρήγορος) -ον
difícil de aplacar o apaciguar δυσπαρήγοροι βροτοῖς las Erinis, A.Eu.384.

German (Pape)

[Seite 686] dasselbe, Aesch. Eum. 362.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexorable.
Étymologie: δυσ-, παρηγορέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαρήγορος: не внемлющий мольбам, неумолимый (δυσπαρήγοροι βροτοῖς, sc. Ἐρινύες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαρήγορος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρηγορήσῃ τις ἢ πραΰνῃ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 384.

Greek Monolingual

δυσπαρήγορος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται.

Greek Monotonic

δυσπαρήγορος: -ον, αυτός που δύσκολα παρηγορείται, απαρηγόρητος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δυσ-παρήγορος, ον
hard to appease, Aesch.