δυσμάσητος
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
[μᾰ], ον, hard to chew, Gal. 16.760.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμάσητος: -ον, δυσκόλως μασώμενος, κρέας Γαλην. 8, 782.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de masticar τὰ κρέα τὰ τοῖς σκληροῖς ... καὶ δυσμασήτοις ἐναντίως διακείμενα Gal.16.760.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσμάσητος, -ον)
αυτός που μασιέται δύσκολα.
German (Pape)
schwer zu kauen, Galen.