εἰσαποβαίνω

From LSJ
Revision as of 10:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσαποβαίνω Medium diacritics: εἰσαποβαίνω Low diacritics: εισαποβαίνω Capitals: ΕΙΣΑΠΟΒΑΙΝΩ
Transliteration A: eisapobaínō Transliteration B: eisapobainō Transliteration C: eisapovaino Beta Code: ei)sapobai/nw

English (LSJ)

pass out to.., c. acc., A.R.4.650, etc.

German (Pape)

[Seite 740] (s. βαίνω), aussteigen u. hineingehen; νήσους Ap. Rh. 4, 650; ἐκ δὲ τόθεν Ῥοδανοῖο ῥόον εἰσαπέβησαν 4, 627.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσαποβαίνω: ἀποβαίνω ἀπό τινος μέρους εἰς ἄλλο, μετ’ αἰτ., ἐκ δὲ τόθεν Ροδανοῖο βαθὺν ῥόον εἰσαπέβησαν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 625.

Spanish (DGE)

desembarcar en c. ac. εἰσαπέβαν νήσους A.R.4.650, cf. 1781.

Greek Monolingual

εἰσαποβαίνω (Α)
πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλον.