ζῶσμα
From LSJ
τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
English (LSJ)
v. ζῶμα. ζώστειον, v. ζήτρειον.
German (Pape)
[Seite 1145] τό, Sp. = ζῶμα, von den Atticisten als hellenistisch bezeichnet.
Greek (Liddell-Scott)
ζῶσμα: ἴδε ἐν λ. ζῶμα.
Greek Monolingual
το (AM ζῶσμα) ζώννυμι
νεοελλ.-μσν.
1. ζώνη, ζωστήρας.
2. ζώσιμο
μσν.
1. ζώνη
2. η μέση
3. προστασία
αρχ.
το ζώμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῶσμα -ατος, τό Ion. voor ζῶμα.