θεογεννής
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
ές, A begotten of a god, S. Ant.834 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1195] ές, göttliches Geschlechtes, Niobe, Soph. Ant. 834.
Greek (Liddell-Scott)
θεογεννής: -ές, γεγεννημένος ἐκ θεοῦ, θείου γένους ὤν, Νιόβη Σοφ. Ἀντ. 834.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
engendré par un dieu.
Étymologie: θεός, γεννάω.
Greek Monotonic
θεογεννής: -ές (γεννάω), αυτός που δημιουργήθηκε από θεό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
θεογεννής: рожденный богами, божественного происхождения (ξένα Φρυγία, т. е. Νιόβη Soph.).
Middle Liddell
θεο-γεννής, ές γεννάω
begotten of a god, Soph.