θυλακοφόρος

From LSJ
Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλᾰκοφόρος Medium diacritics: θυλακοφόρος Low diacritics: θυλακοφόρος Capitals: ΘΥΛΑΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thylakophóros Transliteration B: thylakophoros Transliteration C: thylakoforos Beta Code: qulakofo/ros

English (LSJ)

ον, A carrying a bag, name for prospectors, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1222] Sackträger, nach VLL. von Bergleuten.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκοφόρος: -ον, φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ πήραν, ὄνομα τῶν ὀρεινῶν χωρικῶν, οἵτινες καὶ πηροφόροι ἐκαλοῦντο, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

θυλακοφόρος, -ον (Α)
(για χωρικούς που ζουν σε ορεινά μέρη) αυτός που φέρει μαζί του σακούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -φορος (< φέρω), πρβλ. ροπαλο-φόρος, φαεσ-φόρος.