κάλλιπε
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
Ep. for κατέλιπε, inf. καλλιπέειν, v. καταλείπω.
German (Pape)
[Seite 1310] d. i κατέλιπε.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλῐπε: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κατέλιπε, ἀπαρ. καλλιπέειν, ἴδε καταλείπω.
English (Autenrieth)
see καταλείπω.
Greek Monotonic
κάλλῐπε: Επικ. αντί κατέλιπε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του καταλείπω· καλλιπέειν, Επικ. απαρ.