θωμίζω
From LSJ
English (LSJ)
(also θῠωρ-ίσσω, Hsch.), whip, scourge, νῶτον μάστιγι θωμιχθείς Anacr.21.10, cf. EM459.54:—also, bind, Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 1230] fut. θωμίξω, aor. p. θωμιχθεἶς μάστιγι, Anacr. 66 a, mit der Peitsche gegeißelt; Phot. lex. erkl. τῷ κέντρῳ ἐρεθίζειν, μαστίζειν. Rach Hesych. auch = binden, fesseln.
Greek (Liddell-Scott)
θωμίζω: ἢ -ίσσω, μαστίζω, «δέρνω», νῶτον μάστιγι θωμιχθεὶς Ἀνακρ. 20. 10· - κατὰ τὸν Ἡσύχ., «θωμίσει· νύσσει. δεσμεύει».
Greek Monolingual
θωμίζω και θωμίσσω (Α) θώμιγξ
1. μαστίζω, δέρνω («νῶτον μάστιγι θωμιχθείς», Ανακρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «θωμίσσει
νύσσει, δεσμεύει».
Russian (Dvoretsky)
θωμίζω: (part. aor. pass. θωμιχθείς) стегать, хлестать (νῶτον μάστιγι Anacr.).