θυμομαχία
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ἡ, A desperate fight, Polyaen.2.1.19.
German (Pape)
[Seite 1224] ἡ, hitziger Kampf, Polyaen. 2, 1, 19.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμομᾰχία: ἡ, πεισματώδης μάχη, Πολύαιν. 2. 1, 19, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
θυμομαχία, ἡ (Α)
πεισματώδης μάχη, ορμητική μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -μαχία (< -μάχος, < μάχη), πρβλ. ναυ-μαχία, οδο-μαχία].