καθηδύνω
From LSJ
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
[ῡ],
A sweeten, αἱ μέλιτται κ. τὸ πόμα Max.Tyr.27.6; ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ath.4.140a.
2 gratify, τινα Eun.VS p.458B.
German (Pape)
[Seite 1284] sehr süßen, würzen, ζωμὸς καθηδυσμένος Ath. IV, 140 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθηδύνω: γλυκαίνω, ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ἀθήν. 140Α· - εὐαρεστῶ, τινὰ Εὐνάπ. σ. 13· τὴν ὄσφρησιν Εὐμάθ. σ. 130 ἔκδ. Teuch.
Greek Monolingual
(AM καθηδύνω)
1. κάνω γλυκό κάτι, γλυκαίνω
2. προκαλώ τέρψη σε κάποιον, ευφραίνω, χαροποιώ, ευχαριστώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡδύνω (< ἡδύς)].