καρυηρός
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ά, όν, A nut-like, σπέρματα Thphr.HP1.11.3, cf. 3.11.4.
German (Pape)
[Seite 1331] nußartig, zur Nuß gehörig, σπέρματα Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρυηρός: -ά, -όν, εἰς κάρυον ἀνήκων, ὅμοιος καρύῳ, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 3.
Greek Monolingual
καρυηρός, -ά, -όν (Α)
2. αυτός που μοιάζει με καρύδι («καρυηρὰ σπέρματα», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιματ-ηρός, οσμ-ηρός)].