καταμίσγω
From LSJ
ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
English (LSJ)
= καταμείγνυμι, Str.1.2.9:—Med., Nic.Al.353:— Pass., h.Pan.26.
German (Pape)
[Seite 1364] (s. μίσγω), = καταμίγνυμι, Strab. I p. 20; med., H. h. 18, 26; wie das act., Nic. Al. 353.
Greek (Liddell-Scott)
καταμίσγω: καταμίγνυμι, Στράβ. 20· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπ., Νικ. Ἀλ. 353· καὶ κρόκος καὶ ὑάκινθος καταμίσγεται ἄκριτα ποίῃ Ὁμ. Ὕμν. 18, 26.
Greek Monolingual
καταμίσγω (Α)
καταμείγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μίσγω, μεταπλασμένος τ. του μείγνυμι].
Greek Monotonic
καταμίσγω: = το προηγ.· Μέσ. με Παθ. σημασία, σε Ομηρ. Ύμν.