κατώφορος

From LSJ
Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώφορος Medium diacritics: κατώφορος Low diacritics: κατώφορος Capitals: ΚΑΤΩΦΟΡΟΣ
Transliteration A: katṓphoros Transliteration B: katōphoros Transliteration C: katoforos Beta Code: katw/foros

English (LSJ)

ον, A having a downward tendency, Phlp.in Mete.30.19, Simp.in Ph.671.32.

German (Pape)

[Seite 1407] sich herunter, abwärts bewegend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατώφορος: -ον, φερόμενος πρὸς τὰ κάτω, Ἀλέξ. Ἀφρ. (;)

Greek Monolingual

κατώφορος, -ον (ΑΜ)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατώφορον
κατηφορικός δρόμος, κατηφοριά
αρχ.
αυτός που κλίνει προς τα κάτω, αυτός που έχει κατηφορική κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αν-υπό-φορος, παρά-φορος].