κεφαλίτης

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλίτης Medium diacritics: κεφαλίτης Low diacritics: κεφαλίτης Capitals: ΚΕΦΑΛΙΤΗΣ
Transliteration A: kephalítēs Transliteration B: kephalitēs Transliteration C: kefalitis Beta Code: kefali/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος A corner-stone, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1428] λίθος, ὁ, der Eckstein, Hesych.; vgl. Lob. zu Phryn. 700.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλίτης: λίθος, γωνιαῖος λίθος, Ἡσύχ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 700. ῑ.

Greek Monolingual

κεφαλίτης, ὁ (Α)
φρ. (κατά τον Ησύχ.) «κεφαλίτης λίθος» — ακρογωνιαίος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ίτης (πρβλ. αυλ-ίτης, οδ-ίτης)].