κοπροθέσιον
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
τό, A place where dung is put, Gp.2.22.3.
German (Pape)
[Seite 1483] τό, Ort, wohin man den Mist legt, Geopon., auch κοπροθήκη.
Greek (Liddell-Scott)
κοπροθέσιον: τό, τόπος ἔνθα τίθεται κόπρος, Γεωπ. 2. 22, 3.
Greek Monolingual
κοπροθέσιον, τὸ (M)
τόπος όπου σωρεύεται κοπριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -θέσιον (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. ελαιο-θέσιον, χαλκο-θέσιον].