κρεμβαλιάζω

From LSJ
Revision as of 02:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεμβᾰλῐάζω Medium diacritics: κρεμβαλιάζω Low diacritics: κρεμβαλιάζω Capitals: ΚΡΕΜΒΑΛΙΑΖΩ
Transliteration A: krembaliázō Transliteration B: krembaliazō Transliteration C: kremvaliazo Beta Code: krembalia/zw

English (LSJ)

mark time with castanets, Hermipp.31 (-ίζουσι codd. Ath.), cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κρεμβᾰλῐάζω: (κρέμβαλα) κρούων τὰ κρέμβαλα φυλάττω χρόνον, εὔρυθμόν τινα ἦχον ποιῶ τοῖς ὀρχουμένοις διὰ τῶν κρεμβάλων, ἅπερ ἐνίοτε ἦσαν κογχύλια ἢ ὄστρακα κ.τ.τ., λεπάδας δὲ πετρῶν ἀποκόπτοντες κρεμβαλιάζουσι Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 5 (κοινῶς: κρεμβαλίζουσι), πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1305, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κρεμβαλιάζω (Α) κρέμβαλον
κρατώ τον ρυθμό κρούοντας τα κρέμβαλα.