κρυψόρχης

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυψόρχης Medium diacritics: κρυψόρχης Low diacritics: κρυψόρχης Capitals: ΚΡΥΨΟΡΧΗΣ
Transliteration A: krypsórchēs Transliteration B: krypsorchēs Transliteration C: krypsorchis Beta Code: kruyo/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A with undescended testicles, Sor.1.109.

Greek Monolingual

και κρύψορχις, ο (Α κρυψόρχης)
άτομο του οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, αλλά παραμένουν μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ- (πρβλ. -κρυψ-α αόρ. του κρύπτω) + -όρχης (< ὄρχις), πρβλ. α-όρχης, τρι-όρχης].