λαφυραγωγία
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ἡ, carrying off booty, Heph.Astr.3.7, Sch.E.Or. 1434, Procl.in Alc.p.214 C.
German (Pape)
[Seite 19] ἡ, das Beutewegführen, Beutemachen, Schol. Eur. Or. 1434 u. a. Sp., von Thom. Mag. verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰφῡρᾰγωγία: ἡ, τὸ λαφυραγωγεῖν, Σχολ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1434.
Greek Monolingual
η (AM λαφυραγωγία) λαρυραγωγώ
αρπαγή λαφύρων, λαφυραγώγηση
αρχ.
λάφυρο, λεία.