λεπρώδης

From LSJ
Revision as of 10:00, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπρώδης Medium diacritics: λεπρώδης Low diacritics: λεπρώδης Capitals: ΛΕΠΡΩΔΗΣ
Transliteration A: leprṓdēs Transliteration B: leprōdēs Transliteration C: leprodis Beta Code: leprw/dhs

English (LSJ)

ες, A rough, of the τρίγλη, named from its habitat (rough rocks), Ael.NA2.41; φλοιός Dsc.1.68. II of leprous character, of a disease, Id.Eup.1.47, 120, Ruf. ap. Orib.8.24.35; of a man, suffering from a leprous disease, Gal.12.315.

German (Pape)

[Seite 30] ες, einem Aussätzigen ähnlich, schäbig aussehend, Sp.; vgl. Ael. H. A. 2, 41.

Greek (Liddell-Scott)

λεπρώδης: -ες, τραχύς, ἀνώμαλος τὴν ἐπιφάνειαν, Αἰλ. π. Ζ. 2, 41. ΙΙ. ὅμοιος τῇ λέπρᾳ, ἐπὶ νόσου, Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 1. 50, 126· ἐπὶ ἀνθρώπου, πάσχων ἐκ λέπρας, λεπρός, Γαλην. 12. 315.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
rugueux.
Étymologie: λέπρα, -ωδης.

Greek Monolingual

λεπρώδης, -ῶδες (Α) λέπρα
1. τραχύς, αυτός που έχει ανώμαλη επιφάνεια
2. (για νόσο) αυτή που παρουσιάζει χαρακτηριστικά της λέπρας
3. αυτός που πάσχει από λέπρα.