λιθογλύπτης
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ου, ὁ, sculptor in stone, Gloss.
German (Pape)
[Seite 44] ὁ, Steinschneider, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθογλύπτης: -ου, ὁ, λιθοξόος, Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 552, 12.
Greek Monolingual
ο (Α λιθογλύπτης)
λιθογλύφος, λιθοξόος
νεοελλ.
ειδικός τεχνίτης στη λιθογλυπτική.