μαλκόν

From LSJ
Revision as of 03:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλκόν Medium diacritics: μαλκόν Low diacritics: μαλκόν Capitals: ΜΑΛΚΟΝ
Transliteration A: malkón Transliteration B: malkon Transliteration C: malkon Beta Code: malko/n

English (LSJ)

v. μάλκιος.

Greek (Liddell-Scott)

μαλκόν: «μαλακὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαλκόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μαλκόν
μαλακόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένους τ. του μαλακός, με συγκοπή. Ο τ. μαλκῆν («τὸ ἐπικόπανον» κατά τον Ησύχ.) αναφέρεται επομένως στο στέλεχος του δέντρου, το οποίο τρυφεραίνει, μαλακώνει].