μελαγκρήπις

From LSJ
Revision as of 15:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγκρήπῑς Medium diacritics: μελαγκρήπις Low diacritics: μελαγκρήπις Capitals: ΜΕΛΑΓΚΡΗΠΙΣ
Transliteration A: melankrḗpis Transliteration B: melankrēpis Transliteration C: melagkripis Beta Code: melagkrh/pis

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ, A with black shoes, Eust.174.9,1437.53.

German (Pape)

[Seite 117] ιδος, mit schwarzer Grundlage, schwarzen Schuhen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγκρήπῑς: ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλαιναν βάσιν, δηλ. μέλανα ὑποδήματα, Παύλ. Σιλ. περὶ τῆς ἁγ. Σοφ. 261, πρβλ. Εὐστ. 174. 9., 1347. 53.

Greek Monolingual

μελαγκρήπις, -ιδος, ὁ, ἡ (ΑM)
αυτός που έχει μαύρες κρηπίδες, δηλαδή που φορά μαύρα υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κρηπίς «υπόδημα» (πρβλ. μονο-κρήπις)].