μονοκοίλιος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον, A with a single stomach, Arist.HA495b31, PA 676a12,b3, Mnesith. ap. Orib.21.7.8.
German (Pape)
[Seite 203] mit einer Bauchhöhle, Arist. H. A. 1, 17 Gen. an. 3, 15.
Greek (Liddell-Scott)
μονοκοίλιος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον κοιλίαν, ἕνα μόνον στόμαχον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 18, π. Ζ. Μορ. 3. 15, 1 κ.ἑξ., 4. 1, 4.
Greek Monolingual
μονοκοίλιος, -ον (Α)
αυτός που έχει έναν μόνο στόμαχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κοιλία (πρβλ. σκληρο-κοίλιος].
Russian (Dvoretsky)
μονοκοίλιος: имеющий один лишь желудок (sc. ζῷον Arst.).