μετριόσιτος

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριόσῑτος Medium diacritics: μετριόσιτος Low diacritics: μετριόσιτος Capitals: ΜΕΤΡΙΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: metriósitos Transliteration B: metriositos Transliteration C: metriositos Beta Code: metrio/sitos

English (LSJ)

ον, A moderate in eating, Poll.6.28,34.

German (Pape)

[Seite 163] mäßig essend, Poll. 6, 28 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετριόσῑτος: -ον, ὁ ἐσθίων μετρίως, ἐγκρατὴς ἐν τῷ ἐσθίειν, Πολυδ. ϛʹ, 28, 34.

Greek Monolingual

μετριόσιτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει μέτρια, εγκρατής στο φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + -σιτος (< σῖτος), πρβλ. ολιγό-σιτος].