μοριασμός
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ὁ, dividing into fractional parts, Ptol.Alm.1.10.
Greek (Liddell-Scott)
μοριασμός: ὁ, ἡ εἰς μόρια (κλάσματα) διαίρεσις ἀκεραίου ἀριθμοῦ, Πτολεμ. Μαθημ. 1, 9, σ. 26C.
Greek Monolingual
μοριασμός, ὁ (Α)
διαίρεση ακέραιου αριθμού σε τμήματα, σε κλάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόριον, μέσω ενός αμάρτυρου μοριάζω].