μύσαγμα
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, = μύσος, A.Supp.995.
German (Pape)
[Seite 222] τό, die Befleckung, Alles was befleckt; τό τ' εἰπεῖν εὐπετὲς μύσαγμά πως, Aesch. Suppl. 973.
Greek (Liddell-Scott)
μύσαγμα: τό, (μῠσάττομαι) = μύσος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 995.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action ou parole abominable, souillure.
Étymologie: μυσάττομαι.
Spanish
Greek Monolingual
μύσαγμα, τὸ (Α)
μίασμα, βδέλυγμα, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαγ- του μυσάττομαι «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» + κατάλ. -μα (πρβλ. πράττω - πράγμα)].
Russian (Dvoretsky)
μύσαγμα: ατος (ῠ) ὁ осквернение, хула, позор: τὸ τ᾽ εἰπεῖν εὐπετὲς μ. πως Aesch. возводить хулу - дело легкое.