νεόζυγος
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
ον, A newly-yoked: metaph., newly-married, νύμφη E.Med.804.
German (Pape)
[Seite 241] neu, eben erst angejocht, neu vermählt, νύμφη, Eur. Med. 804.
Greek (Liddell-Scott)
νεόζῠγος: -ον, ὁ νεωστὶ ζευχθείς· μεταφ., ὁ πρὸ μικροῦ εἰς γάμον ἐλθών, νύμφη Εὐρ. Μήδ. 804.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement marié.
Étymologie: v. νεοζυγής.
Greek Monolingual
νεόζυγος, -ον (Α)
νεοζυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ζυγός), πρβλ. πολύ-ζυγος].
Greek Monotonic
νεόζῠγος: -ον (ζεύγνυμι), αυτός που πρόσφατα μπήκε στον ζυγό, που πρόσφατα ζεύχθηκε· μεταφ., νιόπαντρος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νεόζῠγος: недавно вступивший в брак, новобрачный (νύμφη Eur.).
Middle Liddell
νεό-ζῠγος, ον ζεύγνυμι
newly yoked: metaph. new-married, Eur.